ὀξύλαβος

ὀξύλαβος
ὀξῠ-λᾰβος [(A)], , Sch.Il.18.477, Gloss. :—[var] Dim. [suff] ὀξῠ-λᾰβίδιον, τό, Hermes 38.282.
------------------------------------
ὀξῠ-λᾰβής [(B)], ές,
A quick at seizing, of the eagle, Arist.HA619b29.
------------------------------------
ὀξῠ-λᾰβος [(C)], ον,
A = -λαβής, Eust. 1753.50.
II cf. ὀξυλάβη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οξυλάβος — ὀξυλάβος και ὀξύλαβος, ον (Μ) 1. οξυλαβής* 2. το ουδ. ως ουσ. τo οξύλαβον είδος πυράγρας, τσιμπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάβος (< λαμβάνω). Το β συνθετικό λάβος εμφανίζεται σε ουσ. με τη σημ. «εργαλείο» (πρβλ. αστρο λάβος, λιθο λάβος). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀξύλαβον — ὀξύλαβος masc/fem acc sg ὀξύλαβος neut nom/voc/acc sg ὀξύλαβος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυλάβου — ὀξύλαβος masc/fem/neut gen sg ὀξύλαβος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυλάβη — ὀξυλάβη, ἡ (Μ) είδος πυράγρας, τσιμπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού ὀξυλάβος κατά το γένος τού ουσ. λαβή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”